Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραινάρω — Ν (παλαιότ. τ.) βλ. τρενάρω … Dictionary of Greek
τρενάρω — και τραινάρω Ν 1. καθυστερώ σκόπιμα 2. παρατείνομαι («τρενάρει η υπόθεση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trainer «σύρω, έλκω, παρατείνω»] … Dictionary of Greek